τιμαριθμικός

τιμαριθμικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός πού σχετίζεται με τον τιμάριθμο: Τιμαριθμική αύξηση μισθών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιμαριθμικός — ή, ό, Ν [τιμάριθμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμάριθμο 2. φρ. «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή» (οικον.) περιοδική προσαρμογή τού μισθού δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων καθώς και τών ημερομισθίων τών εργατών, αντίστοιχη με την… …   Dictionary of Greek

  • τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”